- εὐδιάβλητος
- εὐδιάβλητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐδιάβλητος, ον) αυτός ο οποίος παρέχει αφορμές να διαβληθεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δια βλητός (< δια βάλλω)] … Dictionary of Greek
εὐδιαβλητότατον — εὐδιάβλητος masc acc superl sg εὐδιάβλητος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάβλητον — εὐδιάβλητος masc/fem acc sg εὐδιάβλητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαβλήτων — εὐδιάβλητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάβλητα — εὐδιάβλητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάβλητοι — εὐδιάβλητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιάβολος — εὐδιάβολος, ον (Α) 1. ο ευδιάβλητος 2. (επίρρ. φρ.) «εὐδιαβόλως ἔχειν» το να έχει κάποιος διάθεση για κατηγορία, για διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διά βολος «αυτός που διαβάλλει (ή και διαβάλλεται)» (< δια βάλλω)] … Dictionary of Greek